- συνεγκλίνω
- Α1. γράφω ως εγκλιτικό2. μέσ. συνεγκλίνομαικλίνω ή κάμπτομαι προς μια κατεύθυνση μαζί με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐγκλίνω / -ομαι «αποβάλλω τον τόνο μου ο οποίος μεταβιβάζεται στην προηγούμενη λέξη, κλίνω, κάμπτω»].
Dictionary of Greek. 2013.